χαντζής

χαντζής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαντζής" в других словарях:

  • χαντζής — και χανιτζής, ο, Ν ιδιοκτήτης πανδοχείου, πανδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. han ci < han (βλ. λ. χάνι) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής), πρβλ. χαλβα τζής] …   Dictionary of Greek

  • χαντζής — ο (λ. τουρκ.), βλ. χανιτζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χανιτζής — χανιτζής, ο και χαντζής, ο αυτός που διατηρεί χάνι, ο ξενοδόχος: Ο χαντζής μάς περιποιήθηκε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χανιτζής — ο, Ν βλ. χαντζής …   Dictionary of Greek

  • han — HAN1, hani, s.m. Titlu purtat, în evul mediu, de conducătorii mongoli şi preluat de suveranii multor ţări din Orient; persoană care avea acest titlu; han tătar. – Din tc. hăn. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  HAN2, hanuri, s.n. Local… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»