χαντζής
Смотреть что такое "χαντζής" в других словарях:
χαντζής — και χανιτζής, ο, Ν ιδιοκτήτης πανδοχείου, πανδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. han ci < han (βλ. λ. χάνι) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής), πρβλ. χαλβα τζής] … Dictionary of Greek
χαντζής — ο (λ. τουρκ.), βλ. χανιτζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανιτζής — χανιτζής, ο και χαντζής, ο αυτός που διατηρεί χάνι, ο ξενοδόχος: Ο χαντζής μάς περιποιήθηκε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανιτζής — ο, Ν βλ. χαντζής … Dictionary of Greek
han — HAN1, hani, s.m. Titlu purtat, în evul mediu, de conducătorii mongoli şi preluat de suveranii multor ţări din Orient; persoană care avea acest titlu; han tătar. – Din tc. hăn. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 HAN2, hanuri, s.n. Local… … Dicționar Român